εντέρινος

εντέρινος
-η, -ο (Α ἐντέρινος, -η, -ον)
κατασκευασμένος από έντερα («αἱ χορδαὶ ἐντέριναι ἦσαν»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εντέρινος — η, ο 1. ο κατασκευασμένος από έντερο. 2. εντερικός (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐντέριναι — ἐντέρινος made of gut fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”