εντέρινος — η, ο 1. ο κατασκευασμένος από έντερο. 2. εντερικός (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐντέριναι — ἐντέρινος made of gut fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)